- μακροχρόνιος
- -α, -ο (AM μακροχρόνιος, -ον)1. αυτός που διαρκεί, που παραμένει επί πολύ χρόνο (α. «μακροχρόνια ασθένεια» β. «ὀφθαλμίαι ὑγραὶ μακροχρόνιοι μετὰ πόνων», Ιπποκρ.)2. αυτός που ζει πολλά χρόνια, πολύχρονος, μακρόβιος («τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς», ΠΔ)νεοελλ.1. αυτός που αποκτάται ή αποκτήθηκε με την παρέλευση πολλών ετών («μακροχρόνια πείρα»)2. αυτός που γίνεται επί πολύ χρονικό διάστημα, επί πολλά χρόνια («μακροχρόνιες έρευνες»)αρχ.το ουδ. ως ουσ. μακροχρόνιον, τὸη μακροχρονιότητα, η μεγάλη διάρκεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + -χρόνιος (< χρόνος)].
Dictionary of Greek. 2013.